- ἀντικιχάνω
- ἀντικῐχάνω [χᾱ],A encounter, only [tense] aor. [voice] Med.
ἀντικ[ι]χομένην BGU 1024vii29
(iv/v A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀντικ[ι]χομένην BGU 1024vii29
(iv/v A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κιχάνω — και κιγχάνω (Α) 1. συναντώ, βρίσκω, πετυχαίνω («μή σε γέρον κοίλῃσιν ἐγὼ παρὰ νηυσὶ κιχείω», Ομ. Ιλ.) 2. προλαβαίνω κάποιον ή κάτι, προφτάνω κάποιον ή κάτι (α. «ἠέ σε δουρὶ κιχήσομαι», Ομ. Ιλ. β. «ὅ καὶ πτερόεντ αἰετὸν κίχε», Πίνδ.) 3. τυγχάνω*… … Dictionary of Greek